Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

 



 

Το πορτοκαλί


Στο μικρό καφενεδάκι του λιμανιού

χειμώνα καιρό στέκεσαι

Οκτώβρης θά τα’ ναι.

Το πορτοκαλί καράβι δεμένο

 μοναχική φιγούρα περιμένει  ταξιδιώτες

Κοιτάς προσμένοντας  αγέννητες ψυχές

 Δεν ήθελες να φύγει

Οι φήμες  για την πιθανή καταστροφή

δε σε άφηναν να το ζητήσεις

Δεν ήθελε να φύγει

αποφάσισε εν βρασμώ ψυχής

Χρόνια μετά άνοιξες το φιλιντρίνι
είδες νά ‘ρχονται σε σένα

κείνα τα αποδημητικά πουλιά ,

να σε κοιτούν στα μάτια

ζητώντας να σου ζωγραφίσουν τα όνειρα

....είπες "είμαι ξένος για όλους , απόκληρος "
  μια αγκαλιά άνοιξε δίχως δεύτερη σκέψη ....

Χρόνια μετά (τί )(ότι)σου  μεινε ;

έριξες στην πυρά του Αη Γιάννη  



την ψυχή σου μπας και λυτρωθείς
ντυμένος την φορεσιά του τόπου σου  



Μου λείπει η μορφή σου, τη ζωή μου  να φωτίζει

 μέρα  τελευταία του έκτου του δυο χιλιάδες δώδεκα




 

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012


Απουσίες


χείλη σφιχτοδεμένα δεν μπόρεσαν να πουν

χρώματα βιολετιά- χρώματα πορτοκαλιά

αυτόχειρες στο πληκτρολόγιο

κάποιου μεταμεσονύχτιου ενστίκτου

που φώτισαν του νου την ομίχλη

ίσαμε να εγκυμονήσει επερχόμενες απουσίες

Αι να χαθεις παλιο βλαμμενε!! Ψυχακια , ξεδιαντρωπε !Σκατα ανθρωπε.!
 

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012



Ρωτώ τα κύματα που άνοιξαν την αγκάλη τους νωρίς νωρίς στα ξεχασμένα νησάκια.

Πόσο πονάει η λησμονιά,  περιμένοντας ν’ ακούσεις το  σφύριγμα από ένα βαπόρι δίχως ταυτότητα,

γυρίζει ο χρόνος σαν περιμένεις να φανούν τα όνειρά σου...

Χάνεται μέσα σου ένα κύμα ξεχνάς σαν στεγνώνει στην πληγή  η αλμύρα...

Ανασαίνει ,δεν ζει. Ταξιδευτές  και  ταξιδιώτες μια ρυτίδα ένα χαμόγελο ίσως κι ένα μικρό δάκρυ στο δρόμο τους…..

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012




Ε(λ)πίζώ (με) σ(το)ν καλοκαιρινό αγέρι μαζί του να με πάρει

(Σ)τα σοκάκια που στριφογυρνάει να με φέρει

Τα μαλλιά σου ν ανακατώσει, τα ρούχα σου να ξεσηκώσει

Και καθώς θα γείρει η ψυχή αποκαμωμένη,

Τις κλειδαμπαρωμένες πόρτες σου ν ανοίξει η τρελλή καρδιά

Έτσι όπως έρχεσαι εσύ

Στα όνειρά μου σαν χαδι παιδί του ανέμου

Μυρίζεις βρεγμένη άμμο και ιώδιο μέχρι οι πρώτες αχτίνες της αυγής

Να διαλύσουν την άχλη του ονείρου.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Ω!!! Θεέ μου!



Το λουλούδι μας,   το έφερε μικρό σποράκι ,

 ενα κύμα της θάλασσας

σε ένα πορτοκαλί όνειρο

Κι εκείνο ρίζωσε δειλά δειλά

φύτρωσε σε δύσκολες εποχές

ξεπήδισε μέσα απ’ τα χαλάσματα  

Σε απόσταση αφαλείας το φροντίζαμε κι δυο
Έτσι μου είπες  " εικοσιτρείς αιώνες "

Κρυφά το ποτίζαμε τα βράδυα με τη σκέψη

το ξεβοτανίζαμε  να μην το ενοχλούν τα ζιζάνια,

στα πετρώματα

άνθισε

Προσπάθησαν πολύ να το ποδοπατήσουν

Εκείνο άλλοτε λυγιζε , άλλοτε μαραινόταν

Ήταν η πιό δύσκολη συντήριση κήπου.

Είκοσι και πλέον χρόνια

Το σκάλιζα κρυφά

Του μιλούσα

Το τελευταίο χρόνο φόυντωσε κι ήταν έτοιμο
Να δώσει εκείνο τον καρπό τον μοναδικό

Σήμερα μέσα στα δευτερόλεπτα
Στις ώρες τις αναμονής
Σε είδα να χάνεσαι

Αναρωτήθηκα γιατί;

Κατάλαβα , η σκληρή μπότα του απρόσεχτου διαβάτη

Το τσαλαπάτισε

Μα εγώ τώρα θα μεινω εδώ

Για πάντα στο μπουγάζι που μου έμαθες

Να σου τραγουδώ

Μικρό μου μοσχολούλουδο

Θα σε θυμάμαι πάντα.


Στου μυαλού μου τους χάτρες
στα καλντερίμια του νησιού 
στις , λεωφόρους,
στην προβλήτα
που τα  φορτωμένα επιβάτες πλοία
κινούσαν στις οχτώ για τις Κυκλάδες

Στο σοκάκι που σε είδα τελευταία φορά
του παλιού σπιτιού μου η γειιτονιά

σε ένα λόφο πάνω
στο ναό της ,
τη θάλασσα σου χάρισα
να υφαίνεις πάνω της όνειρα
Κι ευχές της νέας μέρας